- γράμμα
- το (AM γράμμα) [γράφω]Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί2. σύμβολο τού αλφαβήτου3. επιστολή4. ανάγνωση διάβασμαII. στον πληθ. γράμματα, τα1. η γραφή2. η μόρφωση, η παιδεία3. (τα Ιερά) Γράμματαη Αγία Γραφή4. ο Δεκάλογος5. κατάστιχο6. φρ. «ξέρω γράμματα», «γράμματα γνωρίζω», «γράμματα ἐπίστασθαι» — έχω μάθει ανάγνωση και γραφή(μσν.νεοελλ.) πληθ.1. ο γραφικός χαρακτήρας2. λέξη, λόγοςνεοελλ.φρ.1. «τα Ελληνικά Γράμματα» — η αρχαία ελληνική λογοτεχνία2. «κορόνα, γράμματα»α) τυχερό παιχνίδι στο οποίο κερδίζει όποιος μαντέψει ποια επιφάνεια νομίσματος θα φαίνεται μετά την πτώση του, αφού το στρίψουν με τον αντίχειρα και το πετάξουν ψηλάβ) ριψοκίνδυνη απόφαση3. «παίζω το κεφάλι μου (ή κάποιο σοβαρό θέμα) κορόνα, γράμματα» — παίρνω πολύ ριψοκίνδυνη απόφαση4. «ξέρει γράμματα» — είναι πράγματι μορφωμένος5. «μαζεύει γράμματα (ή υπογραφές) για τον άλλο κόσμο» — είναι ετοιμοθάνατος6. «κατά γράμμα» — αυτολεξεί7. «το γράμμα τού Νόμου» — η ερμηνεία τού Νόμου η οποία βασίζεται αποκλειστικά στη λεκτική του διατύπωση8. «ανακλητήρια γράμματα» — επίσημα έγγραφα με τα οποία ανακαλείται διπλωματικός εκπρόσωπος9. «διαπιστευτήρια γράμματα» — έγγραφα διορισμού διπλωματικού εκπροσώπου10. «νεκρό γράμμα» — για νόμο ή θεσμό που έχει πέσει σε αχρησίαμσν.μονάδα μέτρησης μικρού βάρουςαρχ.Ι. 1. εικόνα, παράσταση2. φθόγγος3. επιγραφή4. στοιχείο γραμμένο στους κλήρους τών δικαστών5. έγγραφοII. πληθ.1. σύγγραμμα, πραγματεία2. μουσικοί φθόγγοι3. περικοπή κειμένου4. άρθρο συνθήκης5. έγγραφα6. νόμοι7. φρ. «τα δημόσια γράμματα» — το αρχείο τής πόλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γράφω.ΠΑΡ. γραμμάριο, γραμματέας (AM -εύς), γραμματικός, γραμμάτιο, γραμματιστήςαρχ.-μσν.γραμματίζωγραμματίτσι(ν)νεοελλ.γραμματιζούμενος.ΣΥΝΘ. γραμματοδιδάσκαλος, γραμματοφυλάκιοαρχ.γραμματοδιδασκαλείον, γραμματοεισαγωγεύς, γραμματοκύφων, γραμματολικριφίς(αρχ. μσν.) γραμματοφόρος, γραμματηφόροςμσν.- νεοελλ.γραμματοκομιστήςνεοελλ.γραμματοδιανομέας, γραμματοθήκη, γραμματοκιβώτιο, γραμματοκόμιστρα, γραμματολογία, γραμματολόγος, γραμματομάθεια, γραμματόμορφος, γραμματοπήρα, γραμματόπλεγμα, γραμματοποίκιλτος, γραμματοποιώ, γραμματοσημαίνω, γραμματοσήμανση, γραμματοστοιχίες, γραμματοσυλλέκτης, γραμματοσύμπλεγμα. Τέλος υπάρχουν πολλά σύνθετα σε -γραμμα που είτε προέρχονται από αντίστοιχα ρήματα είτε είναι σύνθετα με β' συνθετικό τη λ. γράμμα: διάγραμμα, επίγραμμα, περίγραμμα, πρόγραμμα, σύγγραμμααρχ.αντίγραμμα, παράγραμμα, πρόσγραμμα, υπόγραμμανεοελλ.αιμοδιάγραμμα, απανώγραμμα, δίγραμμα, εγκεφαλοδιάγραμμα, εξάγραμμα, ιδεόγραμμα, κλιμακόγραμμα, μονόγραμμα, ορθοδιάγραμμα, πανώγραμμα, στηλοδιάγραμμα, σχεδιάγραμμα, τρίγραμμα, φθογγόγραμμα].
Dictionary of Greek. 2013.